Κατά τη σημερινή πρότυπη δίκη στη μείζονα Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), με πρόεδρο τον Μιχάλη Πικραμένο, οι νομικοί εκπρόσωποι του Δημοσίου συνέδεσαν ρητά τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων με την άρνηση επαναφοράς του 13ου και 14ου μισθού. Ο εισηγητής Ιωάννης Μιχαλακόπουλος, εκ μέρους του ΣτΕ, παρουσίασε τη θέση του Δημοσίου ότι «οι δημόσιοι υπάλληλοι ως προς τις μισθολογικές τους απολαβές διέπονται από τις διατάξεις […] του ν. 5045/2023» και διαφέρουν από τους ιδιωτικούς υπαλλήλους, οι οποίοι εργάζονται βάσει ιδιωτικού δικαίου. Επικαλέστηκε δε την πάγια νομολογία, σύμφωνα με την οποία η συνταγματική πρόβλεψη για ίση αμοιβή (άρθρο 22 §1 β’) δεν εφαρμόζεται στους δημοσίους υπαλλήλους, λόγω των «ανόμοιων συνθηκών πρόσληψης, υπηρεσιακής εξέλιξης και λύσης της υπηρεσιακής σχέσης» και της κατοχυρωμένης μονιμότητας βάσει του άρθρου 103 του Συντάγματος.
Το Δημόσιο επιπλέον υποστήριξε ότι «παγίως κρίνεται» πως οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν εργάζονται υπό παρόμοιες συνθήκες με τους ιδιωτικούς, καθιστώντας ανεκτή τη μη χορήγηση των επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και θερινής άδειας. Κατά το Δημόσιο, η σχετική αγωγή είναι νομικά αβάσιμη, καθώς ερείδεται σε διατάξεις του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου, οι οποίες δεν εφαρμόζονται σε υπαλλήλους με σχέση δημοσίου δικαίου.
Η δίκη ενώπιον του ΣτΕ αφορά αγωγή υπαλλήλου του Υπουργείου Παιδείας, που ζητεί αποζημίωση για την κατάργηση των επιδομάτων κατά τα έτη 2023 και 2024. Η προσφυγή έγινε με την υποστήριξη της ΑΔΕΔΥ, η οποία παρενέβη υπέρ του ενάγοντος.
Ο υπάλληλος επικαλείται παραβίαση συνταγματικών αρχών (ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ισότητα, ισότητα στα δημόσια βάρη, αναλογικότητα), καθώς και της Οδηγίας 2022/2041/ΕΕ και του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Υποστηρίζει ότι η άρνηση ενσωμάτωσης των επιδομάτων παραβιάζει την υποχρέωση «ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα» αναφορικά με την επαρκή κατώτατη αμοιβή που διασφαλίζει αξιοπρεπή διαβίωση.
Στην αγωγή, επιπλέον, προβάλλεται ότι η Οδηγία έχει πλημμελώς ενσωματωθεί μέσω του ν. 5163/2024, καθώς η μη συμπερίληψη των επιδομάτων δεν θεραπεύεται με τις προβλεπόμενες αυξήσεις στους βασικούς μισθούς.
Η δικηγόρος της ΑΔΕΔΥ, Μαργαρίτα Παναγοπούλου, τόνισε πως τα επιδόματα είχαν θεσπιστεί το 1951 και η κατάργησή τους το 2012 έγινε υπό διαφορετικές οικονομικές συνθήκες. Σήμερα, με δημοσιονομικά πλεονάσματα, η μη επαναφορά τους παραβιάζει τόσο το Σύνταγμα όσο και το ενωσιακό δίκαιο.
Αντίθετα, οι νομικοί εκπρόσωποι του Δημοσίου υποστήριξαν ότι η ΑΔΕΔΥ στην ουσία ζητά νομοθετική παρέμβαση, κάτι που ξεφεύγει από τα όρια ελέγχου του ΣτΕ. Όπως ανέφερε ο κ. Μιχαλακόπουλος, η επαναφορά των επιδομάτων θα επιβάρυνε τον προϋπολογισμό με «μόνιμο ετήσιο δημοσιονομικό κόστος 1,37 δισ. ευρώ χωρίς εργοδοτικές εισφορές και συνολικώς 1,55 δισ. ευρώ».
Το Δημόσιο επικαλείται επίσης ότι η επιλογή μη επαναφοράς τους αποτελεί νόμιμο μέτρο δημοσιονομικής πολιτικής, και η σχετική απόφαση εντάσσεται στη διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη, στο πλαίσιο των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών της χώρας.
Ως προς το άρθρο 31 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, το Δημόσιο αντιτείνει ότι αφορά αποκλειστικά περιπτώσεις εφαρμογής ενωσιακού δικαίου και όχι ζητήματα «αμιγώς εσωτερικής πολιτικής», όπως η μισθολογική πολιτική. Επομένως, δεν θεμελιώνει δικαίωμα που να γεννά αγώγιμη αξίωση για επαναφορά των επιδομάτων.
Τέλος, επισημαίνεται ότι η συζήτηση αυτή διεξάγεται σε πολιτικό κλίμα όπου η κυβέρνηση έχει ανοίξει το ενδεχόμενο άρσης της μονιμότητας στο Δημόσιο, και εξετάζεται η αναθεώρηση του άρθρου 103 του Συντάγματος ως προϋπόθεση για πιθανή θεσμοθέτηση του 13ου και 14ου μισθού.