Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2025


HomeΠεριφέρειεςΑττικήςΠοιος είναι ο πιο «κερδισμένος» δήμος από τις κάμερες τροχαίων παραβάσεων;

Ποιος είναι ο πιο «κερδισμένος» δήμος από τις κάμερες τροχαίων παραβάσεων;

Του Κίμωνα Λογοθέτη

Αν κάτι αλλάζει ριζικά με την εγκατάσταση καμερών τροχαίων παραβάσεων στην Αττική, αυτό δεν είναι μόνο η οδηγική συμπεριφορά, αλλά και η οικονομική γεωγραφία των δήμων. Γιατί, πέρα από την οδική ασφάλεια, οι κάμερες δημιουργούν και ένα ισχυρό χρηματοδοτικό εργαλείο, το οποίο –θεωρητικά– επιστρέφει στους πολίτες μέσω έργων συντήρησης και ασφάλειας του οδικού δικτύου. Σύμφωνα με το ισχύον πλαίσιο, τα έσοδα από τις τροχαίες παραβάσεις πιστώνονται στους δήμους, με σκοπό να διατεθούν για έργα οδικής ασφάλειας. Και εδώ ακριβώς προκύπτει ένα εύλογο ερώτημα: ποιος δήμος είναι ο μεγάλος κερδισμένος από τη χωροθέτηση των καμερών; Η απάντηση, με βάση τα δεδομένα, οδηγεί ξεκάθαρα στον Δήμος Αλίμου. Ήδη από το 2020, οι πρώτες δύο κάμερες για την παραβίαση του ερυθρού σηματοδότη τοποθετήθηκαν στη συμβολή της λεωφόρου Ποσειδώνος με την Καλαμακίου, εντός των διοικητικών ορίων του Δήμου Αλίμου. Οι κάμερες αυτές, σύμφωνα με εκτιμήσεις της εποχής, κατέγραφαν περίπου 200 παραβάσεις ημερησίως. Πρόκειται για έναν αριθμό εντυπωσιακό, που αποτυπώνει το μέγεθος του προβλήματος αλλά και τη δυναμική εσόδων που δημιουργεί ένα τέτοιο σύστημα.

Αν κάνει κανείς έναν πρόχειρο αλλά ρεαλιστικό υπολογισμό, θα διαπιστώσει ότι από τον Ιούνιο του 2020 μέχρι σήμερα ο Δήμος Αλίμου έχασε έσοδα που υπερβαίνουν τα 250 εκατομμύρια ευρώ, καθώς οι παραβάσεις αυτές δεν βεβαιώνονταν στους οδηγούς. Δηλαδή, για χρόνια, ένα τεράστιο χρηματοδοτικό εργαλείο έμενε ουσιαστικά ανενεργό. Τα δεδομένα όμως αλλάζουν ραγδαία. Τις τελευταίες ημέρες, προστέθηκαν οκτώ νέες κάμερες παραβίασης ερυθρού σηματοδότη στη λεωφόρο Ποσειδώνος, και πάλι στο τμήμα που διέρχεται από τον Δήμο Αλίμου. Αυτό σημαίνει ότι ο συγκεκριμένος δήμος φιλοξενεί πλέον δέκα κάμερες υψηλής απόδοσης, σε έναν από τους πιο επιβαρυμένους κυκλοφοριακά άξονες του λεκανοπεδίου. Με απλά λόγια, ο Δήμος Αλίμου αποκτά πλέον μια σταθερή, επαναλαμβανόμενη και ιδιαίτερα ισχυρή πηγή εσόδων. Και εδώ έρχεται η πολιτική διάσταση του ζητήματος.

Ο δήμαρχος Αλίμου, Ανδρέας Κονδύλης, έχει –αν μη τι άλλο– εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις για να μη μπορεί πλέον κανείς να επικαλεστεί έλλειψη χρηματοδότησης ως δικαιολογία για κακοσυντηρημένους δρόμους. Τα έσοδα από τις τροχαίες παραβάσεις, εφόσον αποδίδονται όπως προβλέπεται, αρκούν όχι μόνο για τη βασική συντήρηση του δημοτικού οδικού δικτύου, αλλά και για κάτι πολύ περισσότερο. Ο Δήμος Αλίμου θα έπρεπε, σε σύντομο χρονικό διάστημα, να αποτελεί πρότυπο ασφαλούς οδικού δικτύου σε ολόκληρη την Αττική. Και δεν μιλάμε μόνο για ασφαλτοστρώσεις και διαγραμμίσεις.

Τα χρήματα αυτά επαρκούν –και περισσεύουν– για:

• πλήρη αναβάθμιση της σήμανσης,

• άριστο φωτισμό σε όλους τους άξονες,

• συντήρηση της πεζογέφυρας και των ανελκυστήρων,

• παρεμβάσεις οδικής ασφάλειας υψηλών προδιαγραφών.

Ακόμη και στη λεωφόρο Ποσειδώνος –η οποία τυπικά ανήκει στην αρμοδιότητα της Περιφέρεια Αττικής– ο Δήμος Αλίμου θα διαθέτει πλέον το οικονομικό περιθώριο να προχωρήσει σε παρεμβάσεις στο τμήμα που διέρχεται από τα όριά του, καθιστώντας το υποδειγματικό. Όχι επειδή είναι θεσμικά υποχρεωμένος, αλλά επειδή θα έχει το χρηματοδοτικό εργαλείο να το κάνει. Εδώ ακριβώς γεννιέται και η μεγάλη προσδοκία – αλλά και η μεγάλη ευθύνη. Με δέκα κάμερες που καταγράφουν εκατοντάδες παραβάσεις ημερησίως, δεν υπάρχει πλέον καμία δικαιολογία για δρόμους με σβησμένες διαγραμμίσεις, κατεστραμμένα στηθαία, ανεπαρκή φωτισμό ή επικίνδυνα σημεία. Όταν τα έσοδα μπαίνουν απευθείας στα ταμεία του δήμου, το ερώτημα παύει να είναι «αν υπάρχουν χρήματα» και γίνεται «πώς αξιοποιούνται».

Ο δήμαρχος οφείλει –και πολιτικά και θεσμικά– να παρουσιάσει ένα σαφές, δημόσιο και δεσμευτικό σχέδιο συντήρησης του οδικού δικτύου. Ένα σχέδιο με χρονοδιαγράμματα, προτεραιότητες και μετρήσιμα αποτελέσματα. Ένα σχέδιο που δεν θα μείνει σε γενικόλογες εξαγγελίες, αλλά θα αποτυπώνεται καθημερινά στο δρόμο.

Αν αυτό συμβεί, ο Δήμος Αλίμου μπορεί να εξελιχθεί σε πρότυπο για όλους τους δήμους της Αττικής – και όχι μόνο. Να αποδείξει στην πράξη ότι οι κάμερες δεν είναι απλώς εισπρακτικός μηχανισμός, αλλά εργαλείο που επιστρέφει στον πολίτη με τη μορφή ασφάλειας και ποιότητας ζωής. Αν όμως τα χρήματα χαθούν στη γενική διαχείριση, αν δεν φανεί καμία ουσιαστική βελτίωση, τότε το ερώτημα θα επιστρέψει πιο οξύ από ποτέ: όχι ποιος είναι ο πιο κερδισμένος δήμος από τις κάμερες, αλλά ποιος λογοδοτεί όταν τα έσοδα υπάρχουν και οι δρόμοι παραμένουν επικίνδυνοι. Και αυτή τη φορά, η απάντηση δεν θα μπορεί να αποφευχθεί.



Ροη Ειδήσεων